δικαιοφροσύνη

δικαιοφροσύνη
η
η ιδιότητα τού δικαιόφρονα*, η αγάπη για το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικαιόφρων (-φρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοφροσύνη — καλοφροσύνη, ἡ (Μ) [καλόφρων] (ειρων. για τους αιρετικούς) ορθοφροσύνη, δικαιοφροσύνη, ορθή κρίση …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”